ΚαιροΦυλακτό



Στην είσοδο του ήλιου κολλητά στο παράθυρο
οι φρέζιες που ευνοήθηκαν αειθαλείς – στο βάζο˙
βάζω λέξεις ξερολιθιές όπου αδιαμαρτύρητα
συντρίβονται τα πεύκα απ’ το φως
– σκοτάδι, το πολύ ένα τζιτζίκι που τρεμοπαίζει
αβέβαιο μέλλον στην παλιά του φυσαρμόνικα.

Έτοιμος ο πίνακας – και υπογραφή:
εγώ, η άστεγος του ονείρου

Έξω απ’ το τζάμι στο περβάζι άσπρη άμμος
λευκό και το στεφάνι της από το κυματάκι
της το χαρίζει αιώνες απαράλλαχτα καινούργιο
η θάλασσα-σμαράγδι - κι έχει το χρώμα ακριβώς
από το δαχτυλίδι που μου άφησε η μάνα μου
πριν φύγει.

Σε άλλη φωτογραφία η Ελένη ξένοιαστη, λουλούδι
που παντρευόταν μοναχά στον ύπνο της
πολύ πριν με γεννήσει, δηλαδή – και έπεσα
από το άλικο φιλί στο μαύρο κλάμα
λες και δεν είναι αρκετά πυκνογραμμένη η ιστορία
της απατηλής διάρκειας και των πικρών ανέμων
– χαμσίνι λέγονταν κι έφερναν άμμο έρημο
ως δυσλεξία κατευθείαν μες στο στόμα.

Σύννεφο πουπουλένιο θα κατέβει στην αιθρία μου
από γαλάζιο δάκρυ της κατάκαρδα να με χτυπήσει τώρα
στάλα σφαίρα
– αχ, μάνα, μόνο για να σε διαψεύδω ζω το σήμερα
που όλο μου ’λεγες
Δεν θέλω να στενοχωριέσαι! Θα δεις, θα με ξεχάσεις...

Προσωρινά, φουσκώνω μαξιλάρι υπαίθριο
για ρηχό ύπνο και να με ξυπνήσεις
μόλις πέσεις με το αστέρι σου
– καιρός μου πάλι να μετακομίσω




© Νανά Τσόγκα (OnlySand)


[το ποίημα, εδώ]