Ήμουν παιδί

Ήμουν παιδί
του Κριτωνή τα βόδια είχαν ακόμη
στο πλάι τους τ΄ αυλάκι
και την αθκιά απέναντι -ήξερε; Δεν μιλούσε.
Χαιρέταε ό,τι εγώ σκιές γερόντων πρόφτασα
σημάδια των καιρών που φεύγαν.
Αργά αργά τους βλέπει να περπατούν
στο μονοπάτι π’ ανοίγει χορταριασμένη μνήμη
πλημμυρισμένη ρείθρα αποχαιρετισμών.

Πιο πάνω η διχάλα που δίχαζε το γρόσι μου.
Στο ‘να δρομάκι το μαγαζάκι του Αντρόνικου
στ’ άλλο της Κατερίνας.
Από ψηλά με θωρούσε το παλιό σχολείο.
Όνειρα σφηνωμένα στα τζάμια
με κάτασπρα μάτια.

-Άκου για άκου πώς γελά
το κοριτσάκι που έγινε γιαγιά μας.
(Σε φωνάζω μα γυρνά
νικημέν’ η ηχώ
με άδειο το στόμα της.
Πώς να σε δώσω στις λέξεις κι όμως σε δίνω).
*
Το φως του ηλιακού
κοιμόταν στα μαλλιά του.
-Κ. Νεόφυτε έχω γράμμα;

Έβγαινε ο χρησμός
πίσω από τα γυαλιά
έτρεχα
αχ χαράκωμα υδραγωγείου, προστάτη μου αγριόχορτο
να τ'αποφύγω:
-Στην ώρα του ποτέ
δεν θα ΄ρθει άνθρωπος
ελπίδα
ή και γράμμα.
*
Φώναζε η μάνα κι η άλλη μάνα
όπως νύχτωνε.

Κάτω από το γεφυράκι του νερού το πρόσωπο
στα παιδικά μου δάκτυλα
κομμάτια λόγια πλέουν
ο ήχος της πατερημής,
αναπνοές πουλιών κομμένες
από τα λάστιχα των αδερφών μου.


Μάζευε μάζευε η αθκιά.

2003

© Ηλιόδεντρον

[Το ποίημα εδώ]