η γραμματοσειρά της θάλασσας

" ευλογημένοι που ζήσανε
τα υψηλά καλώδια των νευρώνων
πεσμένοι ολοκληρωτικά
απ` το κάμα τις έλξεις"


Τη σάρκα αλήθεια άνοιξα με την
αγάπη
μια χαρακιά δυο χαραυγές
στο βυσσινί στο κόκκινο έτρεξα
λίγος για την πολλή ζωή για το
πολύ της πόρτας
στο μέγα κενό
και τα φωνήεντα ετούτης της
τρελής να ξεκουφαίνουν

απ` όσα παράθυρα μου άφησε
την είδα
ξενύχτι της αφής
λίγο απουσία
υψηλή χλωμάδα το πρωί στο
μετρητή καθρέφτη
γευματινή ματιά και εξοχή
που μόνο γι` αυτήν ήρθα και
ξαναήρθα
ως να σου πω το γλυκύ βελούδο
και το κίτρινο άρωμα της γαζίας

γρύλε μου δάκρυ με έψαλλες
βάρος
εννιά καλά όσο να μπω στον
κωδικό σου
και το πρωί αρτιμελής του
διορθώνω της νύχτας το
σπασμένο πόδι

μια μελανιά στα αριστερά
κλείνει την είδηση στο πρώτο
πρόσωπό μου

ακμή της άνοιξης κι ιχνογραφώ το
αηδόνι
που κλαίει μια θάλασσα ερημιά
αθέατο
με τα ερωτηματικά
και οι πανικοί των οστράκων
πόρπες
που δεν ανοίγουνε με το κλειδί
της λύπης
της σιωπής πιο βαθιά βαθύτερα
της λήθης
ανάγλυφα όπως με κοιτάς
κι ούτε ένα μήπως στη συντέλεια
του κόσμου
στρίβω το τέλος στην αρχή
πού είσαι
περνώ τα φωτοκύτταρα των
υπέρων
συναγερμός
και λιώνουνε τα χέρια μες στο
φως

γυμνούλι αγάπη
άγραφο ακατοίκητο
πύλη χιλίοδη νησί
σε μιαν απόβαση
πλώρη θα συρθεί στην ανατολική
σου άμμο
η άφιξη δικαιωμάτων

γι` αυτό μην αποπλεύσεις στη
βιασύνη της νοτιάς
μήτε στην πλάνη του βυθού
να `ρθω να σε μαλώσω με τη
χρυσή βεργούλα των φιλιών
μην κινηθείς θα πει ονειρεύεσαι
μες στη ζωή μου
και με απλωτές σε φτάνω

το τελευταίο μου τσιγάρο πατάω
στο κύμα
και μπαίνω
φορτωμένος τη γραμματοσειρά
θάλασσας

Πλεύσε τώρα πλήρες επιβάτη


ΣΗΜΥΔΕΣ - das Ende Σωκράτης Ξένος