λατρεύω να σε μισώ



Ανάποδα να περπατάς
τα ίχνη σου ν' αφήνουν βήματα
από το στόμα σου να τραγουδάς ηχώ
να μεταγγίζεσαι το γιατρικό
κι ύστερα ν' αρρωσταίνεις.
Όπου ανθρώπου αναπνοή
εσύ ν΄ασθμαίνεις
όπου η πατρίδα σου εσύ να φεύγεις
κι ό,τι ιερό
με μια βελόνα χάρτινη
και χάλκινη κλωστή
να ράβεις στο σκοτάδι
να μην το μάθει ποτέ κανείς
βλέπεις
αν δεν χαϊδέψει φως το γεγονός
είναι σαν να μην έγινε ποτέ
κι αλήθεια δεν συνέβη
ό,τι ποτέ δεν έμαθες.
Μα τι δεν ξέρεις
είναι αλλοπαρμένη κτήση σου
ένα παντοτινό μηδέν
που σιγοβράζει σε διπολικής κατάρας
την υπνοβασία.
Και ποιά αρνήθηκες θυσία
ποιος φεύγει πριν από εσένα
αν έχεις μνήμη πέτα την
κι αν ζεις
απλά θυμήσου.
Γέρος
θα σου τα πω εγώ τα μέλλοντα
θα γίνεις
με σύντροφο τις γάτες
και υπηρέτη θα'χεις τον εγωισμό.
Φωτογραφίες με σκόνη
θα βουτάς στον βραδινό καφέ σου
θα τρέμουνε τα πόδια σου
κι οι βλεφαρίδες σου θα πέφτουν
μία μία
ν' αδυνατίζεις ως τα πέρατα το βλέμμα
την αλήθεια να μην έχεις δει ποτέ.
Μόνος
στο διάβα και στο τέλος.
Γι' αλλού άνοιξα τα φτερωτά πανιά μου
πέρα απ' την αποστεωμένη σου ανάμνηση
μακριά.
Κι ακούω τα εικοσιένα κύματα να υγραίνουν
τα νυχτερινά πεντάγραμμα
και πίνω ολόκληρα μπουκάλια με χαμόγελα
να θυμηθώ
ή να μάθω
πως όταν μεθάς ανάποδα
η ανατριχίλα του κάποτε δεν είναι πια
παρά μονάχα ένα κρίμα
κι ένα απόλυτο Αντίο
για τα σώματα που κλαίγανε μες τις κουβέρτες
σε υπερυψωμένα δωμάτια
και σε ανέγγιχτες ηδονές,
εκεί που θα μπορούσες να ζεις για πάντα.
Και μου' δωσες υπόσχεση
όταν παραληρούσα
πως εκεί να
θα πάθεις από θάνατο πλημμύρα
μια φορά
και ούτε μια από τις υποσχέσεις σου δεν κράτησες.
Πήρες για κληρονομιά
τον Θάνατο Του Χειμώνα
παραμονή πρωτοχρονιάς
και ύστερη της καταβύθισης
εκεί όπου στεκόμουνα ορθός
κι ενενηντάρι άνοιγμα
και γραμμικού προγραμματισμού
το ζητούμενο εμβαδόν.
Μα εγώ τα βέλτιστα

τα έβλεπα ως την λιγότερη απώλεια
κι όχι ως το μέγιστο του κέρδους.
Κατάρα
που ξεμακραίνω και εσύ έρχεσαι
κι ευχή
που γρηγορότερα πηγαίνω από σένα.


© Cosa Nostra - Mafioza