Η ΑΝΟΙΞΙΣ ΣΕ ΜΠΟΥΚΕΤΟ



Όταν πεθάνω, Κύριε
Εγώ που με αξίωσες να ’χω μια τέτοια
Μάνα
Ούτε την προτομή μου θέλω πουθενά
Μα ούτε και στο Αιγαίο
Να σκορπιστεί η τέφρα μου
Κι εκεί, στην υγρασία του, να λιώσει

Εγώ
Που ξέρεις πώς προσπάθησα
Και ποιες κοινοτοπίες
Στην ποίηση και τη ζωή απέφυγα
Ζητώ Σε χάρη μου βλάσφημη, διττή
Μήτηρ, υιός, μήτηρ, υιός
Κι Άγιο Πνεύμα τίποτα
Τίποτ’ από τη ζήση Σου δε μένει
Και ξέχασες ποιος κλαίει κάτω απ’ τον
Σταυρό
Ποιος κλαδεύει τα καρφιά
Που μπήγεις στον εαυτό Σου

Γιατί όπου έκλαψε η μάνα μου
Καλά το ξέρεις, Κύριε
Εφύτρωσαν τα στέφανα
Που μόνο για μιαν όραση προόρισες
Κι όπως μόνο στα μάτια μου
Φαίνονται τόσα χρώματα στα λέλουδα της θλίψης
Της
Εκλιπαρώ:
Μόνον από το χέρι Σου
(Αφού θα πάρεις το δικό μου)
Ταιριάζει πλάι στο μνήμα της
Η Άνοιξις να πηγαίνει σε μπουκέτο

Αφήνοντας στην προσευχή αυτή
Την έσχατη παράκληση˙
Το άψυχο κορμί μου να οδηγήσεις
Όπου την αναπαύεις, Μεγαλοδύναμε
Στο χώμα που με στοιχειώνει να με πας

Πού ξέρεις-τέτοια γειτνίαση
Βλάσφημη του θανάτου Σου
Μπορεί να Σε διαψεύσει
Κι έπειτα τόση ποίηση

Την Ιερή να ξαναβρώ της Μάνας μου γαστέρα
Ενεός που μ’ αξιώνεις την υγεία της όσο
Γεννιέμαι ακατάπαυστα στο δάκρυ της που στάζει




© SOUL FOR POETRY
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΜΟΥΖΑΚΗΣ (2008)