Ολισθαίνοντας

Θεραπαινίδες ώρες με ετοιμάζουνε
την άνοιξή σου να υποδεχθώ
Αρώματα να ενδυθώ, τον ζέφυρο
τα άνθη των αγρών, την δρόσο των
τα σύννεφα των ουρανών,
κι έπειτα να’ρθω στον γκρεμό της αντοχής
για κείνη την υπόσχεση που δώσαμε
Αγγίγματα ν’ αφήσω στης ακοής τα όστρακα
ανάσες, άνασσες κραυγών
της ιαχής σου μάρτυρες
Να σβήνω και να καίγομαι
να μάθω μ’επιμέλεια

Κι εσύ, του ονείρου μου ο πλοηγός
συνθλίβεις τους χειμώνες στην παλάμη σου
και φυλακίζεις φως στα βλέφαρά σου
Λεπτό πουλί η Εποχή που αρχίζει η δική μας
μαθαίνει να πετά γοργά και έρρυθμα
με τα φτερά της να σπαθίζει το κενό
και το ευάλωτο
Άλλο αλυσόδετη και δέσμια της σύνεσης
μην την κρατάς
Λευτέρωσέ την κι άσε την επάνω μου
για να κουρνιάσει ήρεμη και εφησυχασμένη
Και πρόστρεξέ την, προστάτεψέ την
μην την πονάς

Πόσο καιρό περίμενα να γίνει αυτό που είσαι
πόσο καιρό σε θήλαζα απαντοχή κι ελπίδα
-πόσο καιρό σε έθρεφα αγάπη-

Αργά αργά προς την μεριά σου ήρθα
ολισθαίνοντας

Άλμπουρο η ικεσία μου ορθώνεται
τρυπά τους ουρανούς σαν μια κραυγή
Και λαχταρώ να προσαράξω
στου σώματός σου την ιερή κοιτίδα
Καίει ο νόστος της αφής σου
και θεριεύει
Πότε θα μας αγγίξουν
οι συνέπειες των λόγων μας;
Εύφλεκτες ύλες οι σκέψεις
κι όλο σπινθήρες επιθυμιών γεμάτες
Θρυαλλίδες αφορμές ανατινάζουνε
κάθε αιδώ
κι αδημονώ να σβήσω
την φωτιά με μια έκρηξη
Στην κάπνα, στην μάχη της εξουθένωσης
να μου βαφτίσεις σάρκα ολοφυρόμενη
Καυτό το μάγμα
τις φλέβες μου πυρώνει κι αναδεύεται
Και κόλαση η λάβα που δεν ξεχύνεται
φυλακισμένη στων λεπτών τις αρτηρίες


Μες στων χεριών μου τις ακτές

κύμα να σε λικνίσω

© ΙGNIS

Εσώτερα-Ενδότερα