Μεταμορφώσεις



I
Εσύ
ζωγράφιζες ουράνια τόξα
και τα 'κοβα, τα καβαλούσα
απ' τη βροχή για να ξεφύγω,
Εγώ


VIII

«Πότε θα βρέξει;» ρώταγες.
Και δεν απάνταγα.
«Να κάψουμε τα νερά
με τα νερά μας»

Κι έβρεχε.
Και δεν άντεχα
τόση καμένη αλμύρα


XIII

Λησμόνησα τα σύννεφα
και φύλλο θρυμματίστηκα.
Τιτίβιζα «βοήθεια!»
στου ουρανού τα σκέλια.
Και δεν έπεφτε ψυχή

Κι ακόμη στο χώμα
εγώ


XIV

Τις πράσινες στιγμές
με φώναζαν «άγγελο».
Προσεύχονταν γονατισμένοι
με μάτια κλειστά από φόβο
δίπλα στις πληγές
που άνοιγαν σφενδόνες
σα με χτυπούσαν «σπουργίτι».
Οι άνθρωποι


XXI

Πέταξα ψυχή
κι ανάπνευσα, ψυχή μου
το χώμα που βαστούσες.
Για να φιλιώσουμε στο αντίο
δυο άνθρωποι μονάχοι

Κι ας βρέχουν κάποιες νύχτες
τρεις στάλες συλλαβές
στα στεγνωμένα χείλη

«ΠΑ-ΓΩ-ΝΩ»


XXII

-Παίζουμε τόξα του ουρανού;
-Έχω ξεχάσει πώς...
-Θα σε φωνάξω «σύννεφο»...

Μα εγώ δεν έβλεπα
ούτε και άκουγα
εκείνο το σφύριγμα
που χάρασσε το μπλε
ακριβώς στο μαύρο
της καρδιάς του

© Τζίνα Μουκριώτη