Χρονικό Β



Εκεί που σμίγει ο ποταμός
που κατεβαίνει από τα βουνά
τη θάλασσα,
καθίσαμε και κλαίγαμε.
Τα δάκρυά μας τρέχανε
από τα μάτια στα γένια μας
κ΄ από κει στη ζεστή άμμο
που φυτρώνουν οι λυγαριές.
Ένας χαμένος σκύλος μας κοιτούσε
από τα ξερά χρυσά χόρτα.
Τρεις αετοί πετούσαν από πάνω μας.

Τα μεσάνυκτα που άλλαξε ο άνεμος
ήρθε .
Πήγε εκεί που είχαμε τα πράγματά μας
Με το ελαφρό του βήμα
σα να μη μας γνώριζε
ή ίσως να μη μας έβλεπε καθόλου.
Τι έψαχνε.
Τότε είδαμε το κοιμητήρι.
Είχε έρθει μαζί του στην έρημη
ακρογιαλιά.
Τα κύματα έβρεχαν τους πρώτους τάφους
Δεν είχε μάθει ακόμα να χειρίζεται το θάνατο...

Ο μικρός γιος του ξύπνησε (μας είπαν)
τη νύχτα εκείνη χαρούμενος.
Είχε δει το πατέρα του.
είχε άλλο όνομα
Και ήταν λέει το λιοντάρι του Θεού στο Ήλιο.
Ήταν λέει φτιαγμένος
Από φωτιά και αγάπη.

© Κ. Ψαράκης