Πάλι σε λάθος τόπο βρίσκομαι
γιατί τον χρόνο τον κοινό
δεν τον μοιράζομαι
με εκείνη που αγαπώ
κι όλα φαντάζουνε καμένα
στον ουρανό που πάγωσε
αφού το αστέρι της απόψε
δεν με συντροφεύει.
Γυρίζω πλευρό
σαν το μισοκαμένο κούτσουρο
γιατί ξέρει πως είναι κάπου εκεί,
η φωτιά που άναψε και σιγοκαίει.
Κάνεις τα δάκτυλά μου να βλέπουν:
ανοίγουν μάτια και μπουμπουκιάζουν
σαν άνθος γιασεμί,
που ξεπερνάει τη σχισμή
και ρίχνει μια κλεφτή ματιά
έξω από τον φράκτη.
Πόσοι είναι οι σπόνδυλοι;
Όσοι και τα χρόνια σου;
Έτσι όπως έχεις σκύψει
με το κεφάλι στην κοιλιά μου
και τους έχω όλους στη θέα,
τους βγάζω πενήντα δύο.
Μάλλον λάθος έκανα.
Ξαναμετρώ με τη γλώσσα μου
έναν προς έναν
κι έχουν τη γεύση
της ευτυχίας των χρόνων
που θα είμαστε από σήμερα μαζί:
ακριβώς τριάντα δύο.
Κάπως έτσι…
το κορμί σου σε οπισθότονο
ένα ουράνιο τόξο βρέθηκα να κρατάω
μες στο δεξί μου χέρι
πρέπει να κουβαλούσα μόνο την τσάντα μου,
για πολλά χρόνια
κι είχα ξεμάθει πως είναι
να κρατάς στα χέρια σου αγαπημένο σώμα
τον ύστερο σπασμό να δίνεις και να παίρνεις.
Μια τρυφερή αγκαλιά κι ένα γλυκό φιλί
στα μάτια που γελάνε
στο στόμα σου που μοσχοβολάει αγάπη
στα φιλιά σου που χορεύουν συρτό
στη μύτη σου που με ακούει προσεκτικά
στο λοβό του αριστερού σου αυτιού
που δαγκώνει τη γλώσσα μου
στη μικρή ελιά που κάθεται στον αυχένα σου
και την ανακαλύπτεις με έκπληξη
γιατί δεν το πίστευες
πως θα ήταν όμοια με τη δική σου:
η χαρά των φιλιών μου.
(από την ανέκδοτη συλλογή «σώμαΜΕσώμα»)
(Πρώτη δημοσίευση περιοδικό "Οροπέδιο" # 5, Καλοκαίρι 2008)
© Σωτήρης Παστάκας
[Το ποίημα εδώ]