Καθρέφτης (και) θρύψαλλα



«Έμαθα ανασταίνεις τριαντάφυλλα
κι ήρθα να δω από κοντά το θαύμα»
είπε ο επισκέπτης και αμήχανα
ακούμπησε τα χέρια στο τραπέζι
- φάνηκε κραυγαλέα η απαίτηση
καθώς ο έβενος του ξύλου αντιστεκόταν.

Ο Γέροντας τον κοίταξε ευθεία στα μάτια
θα πει, βαθιά και μέσα στην ψυχή του
τι γύρευε ένας κοσμικός στο σπίτι του
με καλοζωισμένη ανασφάλεια
και θράσος αμετάκλητης ισχύος;
«Λοιπόν; θα μου επιδείξετε το απίστευτο τρικάκι;»
«Πείρα-μα λέγεται˙ επειδή
φέρνει την πείρα του Θεού το μα της δυσπιστίας»

Ο άλλος χαμογέλασε με τρόπο ανυπόμονο
που ήθελε αποδείξεις:
«Άδικα λοιπόν έχασα το χρόνο μου μαζί σας»
«Ώσπου να φύγεις από δω, εγώ θ’ απουσιάζω»
και πέταξε το τριαντάφυλλο νεκρό στις στάχτες.
Τρώμε τις απογοητεύσεις φρόνιμα
κι αντιγυρίζουμε με πνεύμα της δεκάρας.

Τα ροδοπέταλα αιωρούνταν στο δωμάτιο αθέατα
φεύγοντας κιόλας στις ακτές τού Πρώτου Χρόνου
το βλέμμα τού Γέρου έπεσε μέσα στις στάχτες
σβησμένο τζάκι απότομα συννέφιασε
ξεχύθηκαν ποτάμια σκοτεινά δυσοίωνα
κυλώντας πτώματα τυμπανιαίας αλλοτρίωσης
καιροί απεγνωσμένοι και, αχ το βάρος
τού εαυτού ως τις γυμνές πατούσες˙
των άξιων τα μάτια αθώα στα θαύματα
με του Πρωτόκλητου το στίγμα μες στην πίστη.

Ο επισκέπτης ήταν ήδη στην εξώπορτα
όταν το ρόδο άρχισε να ζωντανεύει˙
την πλάτη τού αλαζόνα έσπρωχναν ζεστά
χρεώσεις απλουστεύσεων που έχασαν το βήμα
και τοκισμένες στο εγώ τους αυταπάτες.

«Κανείς που τον θυμάσαι δεν εχάθηκε
εσύ θα μείνεις μόνο ασυγχώρητος
που πέρασες και δεν σε ξόδεψε η αγάπη»
ψιθύρισε ο Γέροντας κι έψαξε ουρανό
να καλλιγράψει τα αιτούμενα.


©Νανά Τσόγκα - Sea & Sky
[το ποίημα, εδώ]