Με τον τρόπο της Virginia Woolf

Φέρε το μαύρο μου παλτό
μες στην ντουλάπα κλειδωμένο το’ χω αφήσει.
Είναι αιώνες ξεχασμένο από τα μάτια της ζωής
κι έχει ποτίσει μυρωδιά από ναφθαλίνη.
Θα το φορέσω και θα βγω έξω στο δρόμο
σέρνοντας βήματα βαριά
θα περπατήσω ως την άβολη λεωφόρο των ηρώων
και θα σταθώ μ’ ένα τριαντάφυλλο στα ξυλιασμένα δάχτυλα
ψελλίζοντας τετράστιχα
και ξεχασμένους μονολόγους που θάφτηκαν στη σκόνη.
Ανύποπτοι οι περαστικοί θα με νομίσουν για τρελό
θα με χλευάζουνε οπάλινα τα χείλη
και θα με φτύνουν που δεν άστραψα ποτέ μου
σαν τους χρυσούς κυνόδοντες που έντεχνα σκεπάζουν τώρα πια.
Έπειτα
τις άδειες τσέπες θα γεμίσω μ’ ό,τι βρω
χρόνια βαρίδια που μου στράβωσαν τους ώμους
και γανωμένους έρωτες
που μου τσακίσανε τη μνήμη μ’ ένα σάλτο
κι ύστερα όνειρα βουβά
που κάθε βράδυ στοίχειωναν τα μάτια μεθυσμένα
και ζύμωναν τον ύπνο μου με σηκωμένα τα μανίκια ως τους αγκώνες.
Θα’ ναι πολλά
κι ίσως τα γόνατα λυγίσουν απ’ το βάρος
όμως εγώ θα στυλωθώ
θα υποδυθώ ότι αντέχω άλλο τόσο
και μ’ ό,τι έχω στιβαρό
θα βρω ένα λάκκο με νερά στην άκρη της ασφάλτου
και θα ξαπλώσω μέσα του σφαλίζοντας τα μάτια.




©ΑΙΟΛΟΣ -Χρήστος Μιχαήλ
[το ποίημα, εδώ]