Η γοητεία του σκότους παλαιόθεν



Ως άεργος τυφεκιοφόρος στα μετόπισθεν
ανυποψίαστος για τη λεγόμενη
υπηκοότητα της λύπης -
αυτό και κάνει πιο οικτρό τον ήδη θάνατό του
- ψάχνει η ψυχή του σκάλα μες στο πλήθος
μόνο και μόνο επειδή οι συγγενείς του
τρέχουν στον Ερυθρό Σταυρό και τα Ληξιαρχεία
αμφισβητώντας τη μετάθεση
που στάθηκε μοιραία.
Τόσο που, πια, κι αυτός,
το πίστεψε
πως όλη η ζωή είναι μπροστά του˙
παίρνει το Χρόνο αγκαζέ
στην περιπλάνηση
για να τον κάνει λυώμα στα ξενύχτια
καθώς ο ίδιος έχει μάθει πλέων
πώς είναι να πηδάς
από ύπνο σε άλλο ύπνο.
Ώσπου ένα βράδυ πρωινό
ανακλαδίζεται ανάμεσα σε
οράματα και ηδονές ενώ
γυμνή η Αλήθεια τού φιλάει τα πόδια
εκεί, λίγο ψηλότερα, ανοίγεται
χάσμα μεγάλο κήπος:
τον καταπίνει ο ουρανός κραδαίνοντας ρολόι
πως τάχα άργησε πολύ κι οι θέσεις περισσεύουν
για εκείνη την παράσταση την εξ αναβολής.


© seesea sea & sky - onlysand