Άγγιγμα



-ίχνος αργό σαλιγκαριού
και γλώσσα υπόμονη ποθεί
στον αφαλό το σκουλαρίκι-

Κι έπειτα ήρθαν αυτοί που δε γνώρισαν τη μεγάλη πλάνη. Ήρθαν
ανάλαφροι, χωρίς αίματα, χωρίς σκόνες απ’ τα γκρεμίσματα.
Ολοκαίνουριοι. Δεν είδαν ποτέ να πέφτουν από τα βάθρα
αγάλματα. Δεν άκουσαν τις οιμωγές εκτοπισμένων. Μια γενιά
θαρρείς δίχως μνήμη. Έκοψαν τα μπλουζάκια ψηλά, φόρεσαν
παντού σκουλαρίκια.
Παρθένος ο κόσμος πάλι.



Όταν σταθεί εμπρός σου η ομορφιά
ασύνετη κι ατίθαση κοπέλα
-μικρό τατού στο σφρίγος της κοιλιάς
στον αφαλό το σκουλαρίκι-

φτάνει με τ’ ακροδάχτυλα
ένα τυχαίο άγγιγμα
καθώς
ένα βιβλίο άλυτο
σου δίνει

φτάνει με τ’ ακροδάχτυλα
ένα τυχαίο άγγιγμα
και μια αστραπή στο βλέμμα

Φτάνουν αυτά

ν’ ανάψεις σα κάρβουνο
και να καείς
στάχτη να γίνεις

© ΠΥΡΓΑΡΗΣ