Ποιώ



"Στις αίθουσες αναμονής της λύπης
Γράφονται τα ποιήματα"

"Αμαρτολόγιο" Γιάννης Τόλιας



Θυμάμαι , όταν ήμουν μικρή,
πολλές φορές τα πρωινά
ο πατέρας μου έφευγε για την δουλειά
φορώντας ένα κατάλευκο πουκάμισο.
Τόσο κολλαριστό και μυρωδάτο
που νόμιζες ότι μόλις είχε αγοραστεί.
- Η μητέρα μου και η μανία της
με την τελειότητα. Η κάθε τσάκιση
θύμιζε σιδερωμένη λέξη. –
Tον παρατηρούσα
και σκεφτόμουν τα οριγκάμι.
Αυτά τα τέλεια γιαπωνέζικα σχέδια
που φτιάχνεις με το χαρτί.
Αλλά είναι μόνο για να τα κοιτάς.
Αν τα πιάσεις στα χέρια σου αμέσως χαλάνε.
Και άθελα μου δάκρυζα
και τον ικέτευα να το βγάλει,
ή προσπαθούσα με κάποια κατεργαριά
να του το λερώσω.
Ο πατέρας μου γελούσε λέγοντας
«Mην ανησυχείς.
Το βράδυ που θα γυρίσω
θα έχει γίνει δικό μου»

Συνήθως αργούσε να γυρίσει, τι να έκαμε
κι αυτός (οπως έλεγε με μια βελόνα
έπρεπε να θρέψει οικογένεια)
μα τον περίμενα για να δω αν έλεγε αλήθεια.
Ποτέ δεν με διέψευσε.
Το πουκάμισο ήταν τσαλακωμένο,
οι μανσέτες λερωμένες, κλωστές κολλημένες
πάνω στις τσεπούλες και μια μικρή λαδιά
στόλιζε συνήθως το κέντρο.
Τα μανίκια μισοσηκωμένα και δυο κουμπιά
στο τέλος ξεκούμπωτα.
Αυτό μάλιστα! Ήταν δικό του πουκάμισο.
Ήταν του πατέρα μου το ρούχο και όχι
κάποιας βιτρίνας αξεσουάρ.

Έτσι είναι και το ποίημα.
Ξεκινά ατσαλάκωτο , παρθενικό
μα όταν τελειώσεις μαζί του
φέρνει την δική σου μυρουδιά,
τα χρώματα σου,την ιστορία σου...

_Σ'αυτούς που ποιούν όχι μόνο με τις λέξεις
αλλά και με τον τρόπο ζωής τους_

Dark Vitrual Poetry Μαρία Ροδοπούλου