Εαρινό 2



Στέκεσαι στέρεος
Aνάποδα στου χρόνου τη λεωφόρο
To χέρι απλώνεις ρόζοι τ’ αστέρια
Δείχνεις
Τη σαπισμένη ρίζα
Βγάζουν δεκάρικα και σου πετούν
Κάποιοι φτύνουν στον κόρφο τους
Τρέχουν στον θάνατό τους έγκαιρα
Τινάζεται η πόλη πάνω σου σαν ρόγχος
Τεντώνεις τις κλειδώσεις
να εκτιναχθούν αλόγων δίχως χαλινάρι
χλιμιντρίσματα. Καβαλικεύεις
Tο ξέρεις πια πως εκδιώχθηκες
από τους στάβλους του ναού

Ένα τερέτισμα ανοιξιάτικης βροχής
ανάβει όλες τις μικρές Κυκλάδες του ορίζοντα να φέγγουν
Ωραία θαύματα και γαντοφορεμένοι μάγοι σου γελούν
Κι αυτός ο έρωτας του τσίρκου
που δίπλα – δίπλα ο ελέφαντας με τα χρυσά
κι ο σαλτιμπάγκος με τις τούμπες
κλαίνε αγκαλιασμένοι

Τσέρκι ένα δάκρυ ξημερώματα
στο ξεραμένο σιντριβάνι της Ομόνοιας
και βγαίνεις εθνική και βάλε
πείσμα
τα μάτια στο φεγγάρι

ένα χαμόγελο
στον κήπο των τρελών
γλιστράς κρυφά
και φεύγεις

(από "Δέντρα θαλάσσης ανεπλέκονταν...", σκηνή 4η)

© ΛΟΡΕΛΑΗ